βάτους

βάτους
βάτος 1
bramble
fem acc pl
βάτος 2
fish
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βατούς — βατός passable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατιώνας — ο [βατός (Ι)] τόπος γεμάτος βάτους, βατουνιά …   Dictionary of Greek

  • βατοδρόπος — βατοδρόπος, ον (Α) αυτός που κόβει ή ξεριζώνει βάτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατός (Ι) + δροπος < δρέπω] …   Dictionary of Greek

  • βατοκόβω — και βατοκοπώ ( άω) κόβω βάτους και άλλους θάμνους με το βατοκόπι …   Dictionary of Greek

  • βατοκόπι — το και βατοκόπος, ο (Μ βατοκόπιον, το) σιδερένιο δρεπανοειδές όργανο με το οποίο κόβουν βάτους και άλλους θάμνους …   Dictionary of Greek

  • βατουνιά — και βατουλιά, η [βάτος (Ι)] τόπος γεμάτος βάτους, συστάδα βάτων …   Dictionary of Greek

  • βατώδης — ες (AM βατώδης, ες) [βάτος (Ι)] 1. όμοιος με βάτο 2. σκεπασμένος με βάτους αρχ. όμοιος με βατόμουρο …   Dictionary of Greek

  • πατουλιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 99 μ.), στην πρώην επαρχία Τρικάλων του ομώνυμου νομού. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • πατουλιά — η φυσικός φράχτης από βάτους ή άλλους θάμνους, βατουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”